- τότε
- ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ' εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ' εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά μεγάλη», Ερωτόκρ.β. «όταν έλθει, τότε θα τού μιλήσω ανοιχτά» γ. «νῡν σφε προσαυδᾷς, τότ' ἀπωσάμενος», Ευρ.δ. «λέξεις καὶ τότε εἴσομαι», Σοφ.)2. (ως συμπερ.) σε τέτοια περίπτωση, λοιπόν (α. «αφού δεν δέχεσαι, τότε θ' αλλάξω κι εγώ τακτική» β. «αν δεν μέ χρειάζεσαι, τότε να φύγω» γ. «ἀλλ' ὅμως δίκαιον τότε τούτοις, τοὺς μὲν πονηροὺς ὠφελεῑν, τοὺς δὲ ἀγαθοὺς βλάπτειν», Πλάτ.)3. (με έναρθρο ουσ.) αυτός που ήταν εκείνον τον χρόνο, αυτός που υπήρχε εκείνη τη χρονική περίοδο ή στιγμή (α. «ο τότε πρωθυπουργός αρνήθηκε κατηγορηματικά» β. «ὁ τότε κόσμος», ΚΔγ. «οἱ τότ' ἐόντες ἀοιδοί», Πίνδ.)4. (με τις προθέσεις εκ και από) έκτοτε, από τότε και ἔκτοτε ή ἐκ τότε και ἀπὸ τότεαπό εκείνο το χρονικό σημείο και ύστερα, από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετάνεοελλ.παροιμ. «ετότες ήταν οι καβούροι χλωροί» — λέγεται για ευτυχισμένη εποχή που έχει πλέον περάσει| αρχ.1. ευθύς ως, αμέσως μόλις («καὶ τότε τοὺς χρόνους ἀναμείνασα τοὺς ἐκ τῶν νόμων», Δημοσθ.)2. (με άλλα μόρια ως επιδοτικό) α) καὶ τότεακόμη και τότεβ) τότε δ' ἤδητότε πλέονγ) ἀλλὰ τότ' ἤδητότε επιτέλους3. (σε απόδοση) ανταποκρίνεται με τα ὅτε, ὅταν, ὁππότε, οππότεκεν, εἰ, ἐπεί κε κ.ά. (α. «τότε δωρεῑθ', ὅτ' οὐδὲ ἡ χάρις χάριν φέροι», Σοφ.β. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεύς... οἶνον, τότ' ἤδη ψῡχος», Αισχύλ.)4. φρ. «εἰς τότε» — ώς εκείνο το χρονικό σημείο (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τό-τε, συσχετικό τών ὅτε, ὁπότε, πότε, έχει σχηματιστεί από το θ. τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod < ρίζα *το-, *τα-, *τιο-, βλ. λ. ο, η, το) με επίθημα *-te (βλ. λ. ότε [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.